αρνί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρνί τα αρνιά
      γενική του αρνιού των αρνιών
    αιτιατική το αρνί τα αρνιά
     κλητική αρνί αρνιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μικρά αρνιά σε λιβάδι
μια μερίδα αρνί με μακαρόνια

Ετυμολογία

αρνί < μεσαιωνική ελληνική ἀρνί(ν) < αρχαία ελληνική ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *urh₁en

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈni/

Ουσιαστικό

αρνί ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) το μικρό πρόβατο
  2. (συνεκδοχικά) το κρέας του συγκεκριμένου ζώου
  3. (μεταφορικά) ο αθώος, ο άκακος άνθρωπος

Συγγενικά

  • αρνοκέφαλο
  • αρνοκλήσι
  • αρνοκοπάδι
  • αρνοκόπαδο
  • αρνοκοπή
  • αρνόκουρα
  • αρνόμαλλο
  • αρνομάνα
  • αρνοκόπι
  • αρνοπροβιά
  • αρνοτόμαρο
  • αρνοψάλιδο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.