αρνί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρνί | τα | αρνιά |
| γενική | του | αρνιού | των | αρνιών |
| αιτιατική | το | αρνί | τα | αρνιά |
| κλητική | αρνί | αρνιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μικρά αρνιά σε λιβάδι

μια μερίδα αρνί με μακαρόνια
Ετυμολογία
- αρνί < μεσαιωνική ελληνική ἀρνί(ν) < αρχαία ελληνική ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *urh₁en
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈni/
Ουσιαστικό
αρνί ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό πρόβατο
- (συνεκδοχικά) το κρέας του συγκεκριμένου ζώου
- (μεταφορικά) ο αθώος, ο άκακος άνθρωπος
Συγγενικά
|
Μεταφράσεις
αρνί
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.