αρνάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρνάκι | τα | αρνάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | αρνάκι | τα | αρνάκια |
| κλητική | αρνάκι | αρνάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρνάκι < αρνί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
αρνάκι ουδέτερο
- το μικρό αρνί
- (συνεκδοχικά) κρέας από μικρό αρνί
- (μεταφορικά) πολύ αθώος και άκακος άνθρωπος
Πολυλεκτικοί όροι
- αρνάκι γάλακτος
Εκφράσεις
- κάνω κάποιον αρνάκι: μετατρέπω κάποιον σε ήρεμο, υπάκουο και ήσυχο άνθρωπο
- αρνάκι του Θεού: πιο έντονος χαρακτηρισμός για ήρεμο, υπάκουο και ήσυχο άνθρωπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.