αρνάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρνάκι τα αρνάκια
      γενική
    αιτιατική το αρνάκι τα αρνάκια
     κλητική αρνάκι αρνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρνάκι < αρνί + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

αρνάκι ουδέτερο

  1. το μικρό αρνί
  2. (συνεκδοχικά) κρέας από μικρό αρνί
  3. (μεταφορικά) πολύ αθώος και άκακος άνθρωπος

Πολυλεκτικοί όροι

  • αρνάκι γάλακτος

Εκφράσεις

  • κάνω κάποιον αρνάκι: μετατρέπω κάποιον σε ήρεμο, υπάκουο και ήσυχο άνθρωπο
  • αρνάκι του Θεού: πιο έντονος χαρακτηρισμός για ήρεμο, υπάκουο και ήσυχο άνθρωπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.