αρνίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρνίσιος | η | αρνίσια | το | αρνίσιο |
| γενική | του | αρνίσιου | της | αρνίσιας | του | αρνίσιου |
| αιτιατική | τον | αρνίσιο | την | αρνίσια | το | αρνίσιο |
| κλητική | αρνίσιε | αρνίσια | αρνίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρνίσιοι | οι | αρνίσιες | τα | αρνίσια |
| γενική | των | αρνίσιων | των | αρνίσιων | των | αρνίσιων |
| αιτιατική | τους | αρνίσιους | τις | αρνίσιες | τα | αρνίσια |
| κλητική | αρνίσιοι | αρνίσιες | αρνίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

αρνίσιο κρέας
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈni.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐νί‐σιος
- προβατίσιος (για χαρακτηριστικά του αρνιού)
Μεταφράσεις
αρνίσιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.