απόστολος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απόστολος οι απόστολοι
      γενική του αποστόλου
& απόστολου
των αποστόλων
    αιτιατική τον απόστολο τους αποστόλους
& απόστολους
     κλητική απόστολε απόστολοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόστολος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀπόστολος < αρχαία ελληνική ἀπόστολος (πρεσβευτής) < ἀποστέλλω < ἀπό + στέλλω : υπέρμαχος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική apôtre

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.sto.los/

Ουσιαστικό

απόστολος αρσενικό

  1. (χριστιανισμός)  δείτε τη λέξη Απόστολος
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που προσπαθεί με ζήλο και αφοσίωση να διαδώσει μια ιδεολογία, ιδέα, πολιτική θέση κ.λπ.
     συνώνυμα: υπέρμαχος, κήρυκας

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.