αποστολέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αποστολέας | οι | αποστολείς |
| γενική | του του/της |
αποστολέα αποστολέως |
των | αποστολέων |
| αιτιατική | τον/την | αποστολέα | τους/τις | αποστολείς |
| κλητική | αποστολέα | αποστολείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστολέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποστολεύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αποστολή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.