υπέρμαχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπέρμαχος | η | υπέρμαχος & υπέρμαχη |
το | υπέρμαχο |
| γενική | του | υπερμάχου & υπέρμαχου |
της | υπερμάχου & υπέρμαχης |
του | υπερμάχου & υπέρμαχου |
| αιτιατική | τον | υπέρμαχο | την | υπέρμαχο & υπέρμαχη |
το | υπέρμαχο |
| κλητική | υπέρμαχε | υπέρμαχε & υπέρμαχη |
υπέρμαχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπέρμαχοι | οι | υπέρμαχοι & υπέρμαχες |
τα | υπέρμαχα |
| γενική | των | υπερμάχων & υπέρμαχων |
των | υπερμάχων & υπέρμαχων |
των | υπερμάχων & υπέρμαχων |
| αιτιατική | τους | υπερμάχους & υπέρμαχους |
τις | υπερμάχους & υπέρμαχες |
τα | υπέρμαχα |
| κλητική | υπέρμαχοι | υπέρμαχοι & υπέρμαχες |
υπέρμαχα | |||
| Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
| Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπέρμαχος < (ελληνιστική κοινή) ὑπέρμαχος < ὑπέρ + μάχομαι
Επίθετο
υπέρμαχος, -ος/-η, -ο
- που πολεμά υπερασπιζόμενος κάτι/κάποιον
- η Υπέρμαχος Στρατηγός (η Παναγία)
Συγγενικά
- Υπέρμαχος (επώνυμο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.