ισαπόστολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ισαπόστολος | οι | ισαπόστολοι |
| γενική | του | ισαπόστολου & ισαποστόλου |
των | ισαπόστολων & ισαποστόλων |
| αιτιατική | τον | ισαπόστολο | τους | ισαπόστολους & ισαποστόλους |
| κλητική | ισαπόστολε | ισαπόστολοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισαπόστολος < ελληνιστική κοινή ἰσαπόστολος. Συγχρονικά αναλύεται σε ισ- + απόστολος
Ουσιαστικό
ισαπόστολος αρσενικό ή θηλυκό
- (χριστιανισμός) άγιος ή αγία που τιμάται από την Εκκλησία ως ίσος/ίση με τους αποστόλους
Μεταφράσεις
ισαπόστολος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.