απαισιόδοξος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαισιόδοξος | η | απαισιόδοξη | το | απαισιόδοξο |
| γενική | του | απαισιόδοξου | της | απαισιόδοξης | του | απαισιόδοξου |
| αιτιατική | τον | απαισιόδοξο | την | απαισιόδοξη | το | απαισιόδοξο |
| κλητική | απαισιόδοξε | απαισιόδοξη | απαισιόδοξο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαισιόδοξοι | οι | απαισιόδοξες | τα | απαισιόδοξα |
| γενική | των | απαισιόδοξων | των | απαισιόδοξων | των | απαισιόδοξων |
| αιτιατική | τους | απαισιόδοξους | τις | απαισιόδοξες | τα | απαισιόδοξα |
| κλητική | απαισιόδοξοι | απαισιόδοξες | απαισιόδοξα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαισιόδοξος < (από) απ- στερητικό + αισιόδοξος[1], απόδοση για τη γαλλική pessimiste, αντί του *αν-αισιόδοξος, πιθανόν από την επίδραση του απαίσιος[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pe.siˈo.ðo.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παι‐σι‐ό‐δο‐ξος
Επίθετο
απαισιόδοξος, -η, -ο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- απαισιόδοξος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.