ραπόρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραπόρτο τα ραπόρτα
      γενική του ραπόρτου των ραπόρτων
    αιτιατική το ραπόρτο τα ραπόρτα
     κλητική ραπόρτο ραπόρτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραπόρτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rapporto

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾaˈpoɾ.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ραπόρτο

Ουσιαστικό

ραπόρτο ουδέτερο

  • (προφορικό) αναφορά για κάτι που έχει συμβεί

Εκφράσεις

  • δίνω ραπόρτο: αναφέρω λεπτομερώς για κάτι, ιδίως για τις κινήσεις μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.