ἀναφέρω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀναφέρω < ἀνά και φέρω

Ρήμα

ἀναφέρω ( επικός τύπος και ἀμφέρω)

  1. φέρω προς τα πάνω, ανορθώνω
  2. χύνω δάκρυα
  3. υπομένω
  4. προσφέρω, συνεισφέρω
  5. αναγγέλλω, αναφέρω, γνωστοποιώ
  6. ανιχνεύω
  7. φέρνω ενώπιον
  8. εξετάζω
  9. επαναλαμβάνω
  10. οδηγώ
  11. συνέρχομαι,
  12. αναλαμβάνω
  13. αναστενάζω, βγάζω έναν βαθύ αναστεναγμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.