ανατρεπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατρεπτικός η ανατρεπτική το ανατρεπτικό
      γενική του ανατρεπτικού της ανατρεπτικής του ανατρεπτικού
    αιτιατική τον ανατρεπτικό την ανατρεπτική το ανατρεπτικό
     κλητική ανατρεπτικέ ανατρεπτική ανατρεπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατρεπτικοί οι ανατρεπτικές τα ανατρεπτικά
      γενική των ανατρεπτικών των ανατρεπτικών των ανατρεπτικών
    αιτιατική τους ανατρεπτικούς τις ανατρεπτικές τα ανατρεπτικά
     κλητική ανατρεπτικοί ανατρεπτικές ανατρεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανατρεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνατρεπτικός (που αναποδογυρίζει)
για την πολιτική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική subversif[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.tɾe.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανατρεπτικός

Επίθετο

ανατρεπτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ανατρέπω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.