επαναστατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαναστατικός | η | επαναστατική | το | επαναστατικό |
| γενική | του | επαναστατικού | της | επαναστατικής | του | επαναστατικού |
| αιτιατική | τον | επαναστατικό | την | επαναστατική | το | επαναστατικό |
| κλητική | επαναστατικέ | επαναστατική | επαναστατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαναστατικοί | οι | επαναστατικές | τα | επαναστατικά |
| γενική | των | επαναστατικών | των | επαναστατικών | των | επαναστατικών |
| αιτιατική | τους | επαναστατικούς | τις | επαναστατικές | τα | επαναστατικά |
| κλητική | επαναστατικοί | επαναστατικές | επαναστατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επαναστατικός < επαναστάτ(ης) + -ικός
Επίθετο
επαναστατικός, -ή, -ό
- που δημιουργεί μια εξέγερση, που αντιδρά στο κατεστημένο
- επαναστατική οργάνωση, επαναστατικός άνθρωπος
- ≈ συνώνυμα: ανυπότακτος, αντισυμβατικός
- που κάνει σημαντική πρόοδο για την επιστήμη ή την ανθρωπότητα
- επαναστατική ανακάλυψη
- ≈ συνώνυμα: ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός
Παράγωγα
Σύνθετα
Μεταφράσεις
που αντιδρά στο κατεστημένο
πρωτοποριακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.