ανατρεπτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανατρεπτικά
<
ανατρεπτικός
Επίρρημα
ανατρεπτικά
με σκοπό να
ανατρέψει
, με τρόπο ώστε να ανατρέψει
δρα
ανατρεπτικά
Μεταφράσεις
ανατρεπτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανατρεπτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανατρεπτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.