αντισυμβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντισυμβατικός | η | αντισυμβατική | το | αντισυμβατικό |
| γενική | του | αντισυμβατικού | της | αντισυμβατικής | του | αντισυμβατικού |
| αιτιατική | τον | αντισυμβατικό | την | αντισυμβατική | το | αντισυμβατικό |
| κλητική | αντισυμβατικέ | αντισυμβατική | αντισυμβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντισυμβατικοί | οι | αντισυμβατικές | τα | αντισυμβατικά |
| γενική | των | αντισυμβατικών | των | αντισυμβατικών | των | αντισυμβατικών |
| αιτιατική | τους | αντισυμβατικούς | τις | αντισυμβατικές | τα | αντισυμβατικά |
| κλητική | αντισυμβατικοί | αντισυμβατικές | αντισυμβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντισυμβατικός < αντι- + συμβατικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.siɱ.va.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐συμ‐βα‐τι‐κός
Επίθετο
αντισυμβατικός, -ή, -ό
- μη συμβατικός, ο αντίθετος με τις κοινωνικές ή επιστημονικές συμβάσεις
- ↪ αντισυμβατικό ντύσιμο, αντισυμβατική θεωρία
- ≈ συνώνυμα: αντικομφορμιστικός
- ≠ αντώνυμα: συμβατικός
- (νομικός όρος) αντίθετος στην σύμβαση, την συμφωνημένη δικαιοπραξία
- ↪ Ο εναγόμενος επέδειξε αντισυμβατική συμπεριφορά.
Συγγενικά
- αντισυμβατικά (επίρρημα)
- αντισυμβατικότητα
Μεταφράσεις
αντισυμβατικός
Πηγές
- αντισυμβατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αντισυμβατικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.