ακυρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακυρωτικός | η | ακυρωτική | το | ακυρωτικό |
| γενική | του | ακυρωτικού | της | ακυρωτικής | του | ακυρωτικού |
| αιτιατική | τον | ακυρωτικό | την | ακυρωτική | το | ακυρωτικό |
| κλητική | ακυρωτικέ | ακυρωτική | ακυρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακυρωτικοί | οι | ακυρωτικές | τα | ακυρωτικά |
| γενική | των | ακυρωτικών | των | ακυρωτικών | των | ακυρωτικών |
| αιτιατική | τους | ακυρωτικούς | τις | ακυρωτικές | τα | ακυρωτικά |
| κλητική | ακυρωτικοί | ακυρωτικές | ακυρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ci.ɾo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κυ‐ρω‐τι‐κός
Επίθετο
ακυρωτικός, -η, -ο
Αναφορές
- ακυρωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.