ἀνάγω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνάγω < ἀν- + ἄγω

Ρήμα

ἀνάγω

  1. οδηγώ από ένα χαμηλότερο σημείο σ' ένα ψηλότερο
  2. μεταφέρω κάτι στην ανοικτή θάλασσα
  3. οδηγώ κάτι από την ακτή προς την ενδοχώρα
  4. εορτάζω
  5. σηκώνω, φέρνω από τους νεκρούς
  6. ανοικοδομώ
  7. επαναφέρω στην αρχική κατάσταση
  8. υποχωρώ, οπισθοχωρώ
  9. (στην παθητική φωνή) σαλπάρω, αποπλέω
  10. υπολογίζω, λογαριάζω
  11. ανασηκώνω (π.χ. το κεφάλι, τα μάτια)
  12. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο

Παράγωγα

  • ἀναγωγὴ
  • ἀναγώγια
  • ἀναγώγιος
  • ἀναγωγεύς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.