ἀνάγω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀνάγω
- οδηγώ από ένα χαμηλότερο σημείο σ' ένα ψηλότερο
- μεταφέρω κάτι στην ανοικτή θάλασσα
- οδηγώ κάτι από την ακτή προς την ενδοχώρα
- εορτάζω
- σηκώνω, φέρνω από τους νεκρούς
- ανοικοδομώ
- επαναφέρω στην αρχική κατάσταση
- υποχωρώ, οπισθοχωρώ
- (στην παθητική φωνή) σαλπάρω, αποπλέω
- υπολογίζω, λογαριάζω
- ανασηκώνω (π.χ. το κεφάλι, τα μάτια)
- ανάγω κάτι σε κάτι άλλο
Παράγωγα
- ἀναγωγὴ
- ἀναγώγια
- ἀναγώγιος
- ἀναγωγεύς
Πηγές
- ἀνάγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνάγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.