réduction

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

réduction < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /re.dyk.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
réduction réductions

réduction (fr) θηλυκό

  1. η μείωση
  2. (παρωχημένο) η υποταγή
  3. η σμίκρυνση, η αναπαραγωγή σε μικρή κλίμακα
  4. η έκπτωση πάνω σε μια τιμή
  5. η συρρίκνωση
  6. (χημεία) η αναγωγή

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.