άμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άμα < αρχαία ελληνική ἅμα (ταυτόχρονα, συγχρόνως)

Σύνδεσμος

άμα

  1. (χρονικός) όταν
  2. (υποθετικός) εάν, αν
  3. (αιτιολογικός) αφού, επειδή

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.