απορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απορία | οι | απορίες |
| γενική | της | απορίας | των | αποριών |
| αιτιατική | την | απορία | τις | απορίες |
| κλητική | απορία | απορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απορία < αρχαία ελληνική ἀπορία < ἄπορος < ἀ- στερητικό + πόρος (πέρασμα)
Ουσιαστικό
απορία θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε κάποιο ερώτημα που τον απασχολεί
- (φιλοσοφία) η κατάσταση κατά την οποία ο φιλόσοφος δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε κάποιο φιλοσοφικό ερώτημα, επειδή έχει φτάσει σε αντίφαση ή επειδή δύο αντίθετες προτάσεις φαίνονται εξίσου πειστικές
- ένα ερώτημα
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε κάποιο ερώτημα που τον απασχολεί
- η έλλειψη οικονομικών πόρων, φτώχια
- πιστοποιητικό απορίας
Μεταφράσεις
ερώτημα, αδυναμία απάντησης
έλλειψη οικονομικών πόρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.