αμφίεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμφίεση | οι | αμφιέσεις |
| γενική | της | αμφίεσης* | των | αμφιέσεων |
| αιτιατική | την | αμφίεση | τις | αμφιέσεις |
| κλητική | αμφίεση | αμφιέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αμφιέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμφίεση < (ελληνιστική κοινή) ἀμφίεσις < ἀμφιέννυμι < ἀμφί + ἔννυμι
Ουσιαστικό
αμφίεση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεταμφιέζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.