μεταμφιέζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταμφιέζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεταμφιέζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μεταμφιάζω < μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω < μετ- (μετά) + αρχαία ελληνική ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω < ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω < *ϝέσνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes (ντύνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taɱ.fiˈe.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταμφιέζω

Ρήμα

μεταμφιέζω, αόρ.: μεταμφίεσα, παθ.φωνή: μεταμφιέζομαι, π.αόρ.: μεταμφιέστηκα, μτχ.π.π.: μεταμφιεσμένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αμφίεση και άμφιο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.