ενδυμασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενδυμασία | οι | ενδυμασίες |
| γενική | της | ενδυμασίας | των | ενδυμασιών |
| αιτιατική | την | ενδυμασία | τις | ενδυμασίες |
| κλητική | ενδυμασία | ενδυμασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδυμασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ενδυμασία θηλυκό
- το σύνολο των ενδυμάτων που φοράει κάποιος
- το σύνολο των ενδυμάτων που συνηθίζεται να φοριούνται από έναν λαό, σε μια συγκεκριμένη εποχή κλπ
- το έμα της εργασίας των παιδιών είναι η ενδυμασία στην Αρχαία Αθήνα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.