ενδυμασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδυμασία οι ενδυμασίες
      γενική της ενδυμασίας των ενδυμασιών
    αιτιατική την ενδυμασία τις ενδυμασίες
     κλητική ενδυμασία ενδυμασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδυμασία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ενδυμασία θηλυκό

  1. το σύνολο των ενδυμάτων που φοράει κάποιος
    οι καλεσμένοι στη δεξίωση πρέπει να φορούν επίσημη ενδυμασία
     συνώνυμα: ιματισμός, ρουχισμός, ντύσιμο
  2. το σύνολο των ενδυμάτων που συνηθίζεται να φοριούνται από έναν λαό, σε μια συγκεκριμένη εποχή κλπ
    το έμα της εργασίας των παιδιών είναι η ενδυμασία στην Αρχαία Αθήνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.