ἀμφί

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀμφί < ἀμφοῖν / ἀμφότεροι < ονομαστική, αιτιατική ἄμφω, γενική, δοτική ἀμφοῖν,

(στον Όμηρο μόνο ἄμφω στην ονομαστική και αιτιατική)

Πρόθεση

ἀμφί

  • (και ἀμφίς) (τριγύρω) ολόγυρα, και από τις δύο πλευρές

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.