αμελέτητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμελέτητος η αμελέτητη το αμελέτητο
      γενική του αμελέτητου της αμελέτητης του αμελέτητου
    αιτιατική τον αμελέτητο την αμελέτητη το αμελέτητο
     κλητική αμελέτητε αμελέτητη αμελέτητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμελέτητοι οι αμελέτητες τα αμελέτητα
      γενική των αμελέτητων των αμελέτητων των αμελέτητων
    αιτιατική τους αμελέτητους τις αμελέτητες τα αμελέτητα
     κλητική αμελέτητοι αμελέτητες αμελέτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμελέτητος < αρχαία ελληνική ἀμελέτητος < ἀ- + μελετάω (4. νεότερος σχηματισμός: α- + μελετώ + -τος)

Επίθετο

αμελέτητος, -η, -ο

  1. που δεν μελέτησε, δεν διάβασε· ή που δεν τον μελέτησαν δεν τον διάβασαν
     συνώνυμα: αδιάβαστος
     αντώνυμα: διαβασμένος, μελετημένος
  2. που δεν ενημερώθηκε σωστά
     συνώνυμα: ανενημέρωτος
  3. που δεν προετοιμάστηκε σωστά
     συνώνυμα: απροετοίμαστος
     αντώνυμα: προετοιμασμένος
  4. (συνήθως ουσιαστικοποιημένο) που αποφεύγουμε να αναφέρουμε τ’ όνομά του λόγω πρόληψης, φόβου κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.