μελετημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελετημένος η μελετημένη το μελετημένο
      γενική του μελετημένου της μελετημένης του μελετημένου
    αιτιατική τον μελετημένο τη μελετημένη το μελετημένο
     κλητική μελετημένε μελετημένη μελετημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελετημένοι οι μελετημένες τα μελετημένα
      γενική των μελετημένων των μελετημένων των μελετημένων
    αιτιατική τους μελετημένους τις μελετημένες τα μελετημένα
     κλητική μελετημένοι μελετημένες μελετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελετημένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

μελετημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.