ενημερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενημερώνω < ενήμερος + -ώνω < εν + ημέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ni.meˈɾo.no/
Ρήμα
ενημερώνω
Συγγενικά
- αλληλοενημέρωση
- ανενημέρωτος
- ενημερωμένος
- ενημέρωση
- ενημερωτικά
- ενημερωτικός
- → δείτε τις λέξεις ενήμερος και ημέρα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενημερώνω | ενημέρωνα | θα ενημερώνω | να ενημερώνω | ενημερώνοντας | |
| β' ενικ. | ενημερώνεις | ενημέρωνες | θα ενημερώνεις | να ενημερώνεις | ενημέρωνε | |
| γ' ενικ. | ενημερώνει | ενημέρωνε | θα ενημερώνει | να ενημερώνει | ||
| α' πληθ. | ενημερώνουμε | ενημερώναμε | θα ενημερώνουμε | να ενημερώνουμε | ||
| β' πληθ. | ενημερώνετε | ενημερώνατε | θα ενημερώνετε | να ενημερώνετε | ενημερώνετε | |
| γ' πληθ. | ενημερώνουν(ε) | ενημέρωναν ενημερώναν(ε) |
θα ενημερώνουν(ε) | να ενημερώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενημέρωσα | θα ενημερώσω | να ενημερώσω | ενημερώσει | ||
| β' ενικ. | ενημέρωσες | θα ενημερώσεις | να ενημερώσεις | ενημέρωσε | ||
| γ' ενικ. | ενημέρωσε | θα ενημερώσει | να ενημερώσει | |||
| α' πληθ. | ενημερώσαμε | θα ενημερώσουμε | να ενημερώσουμε | |||
| β' πληθ. | ενημερώσατε | θα ενημερώσετε | να ενημερώσετε | ενημερώστε | ||
| γ' πληθ. | ενημέρωσαν ενημερώσαν(ε) |
θα ενημερώσουν(ε) | να ενημερώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ενημερώσει | είχα ενημερώσει | θα έχω ενημερώσει | να έχω ενημερώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ενημερώσει | είχες ενημερώσει | θα έχεις ενημερώσει | να έχεις ενημερώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ενημερώσει | είχε ενημερώσει | θα έχει ενημερώσει | να έχει ενημερώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενημερώσει | είχαμε ενημερώσει | θα έχουμε ενημερώσει | να έχουμε ενημερώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ενημερώσει | είχατε ενημερώσει | θα έχετε ενημερώσει | να έχετε ενημερώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενημερώσει | είχαν ενημερώσει | θα έχουν ενημερώσει | να έχουν ενημερώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.