ενημερώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενημερώνω < ενήμερος + -ώνω < εν + ημέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ni.meˈɾo.no/

Ρήμα

ενημερώνω

  1. παρουσιάζω τις τελευταίες ειδήσεις
     συνώνυμα: πληροφορώ, κατατοπίζω
  2. καταγράφω όλες τις μεταβολές μιας αξίας που έχουν συμβεί από την προηγούμενη φορά
  3. (πληροφορική) κατεβάζω και εγκαθιστώ σε υπολογιστή τις τελευταίες αλλαγές που έχουν γίνει στο λογισμικό που χρησιμοποιεί

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.