αμελέτητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμελέτητα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού του επιθέτου αμελέτητος (που δεν μπορούν ή δεν πρέπει να μελετηθούν, να κατονομαστούν)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.meˈle.ti.ta/

Ουσιαστικό

αμελέτητα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (λαϊκότροπο) (ευφημισμός) οι όρχεις ζώου ως φαγητό
    παραγγείλαμε στην ταβέρνα πολλούς μεζέδες, σπληνάντερο, αμελέτητα και άλλα πολλά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.