αδιάβαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιάβαστος | η | αδιάβαστη | το | αδιάβαστο |
| γενική | του | αδιάβαστου | της | αδιάβαστης | του | αδιάβαστου |
| αιτιατική | τον | αδιάβαστο | την | αδιάβαστη | το | αδιάβαστο |
| κλητική | αδιάβαστε | αδιάβαστη | αδιάβαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιάβαστοι | οι | αδιάβαστες | τα | αδιάβαστα |
| γενική | των | αδιάβαστων | των | αδιάβαστων | των | αδιάβαστων |
| αιτιατική | τους | αδιάβαστους | τις | αδιάβαστες | τα | αδιάβαστα |
| κλητική | αδιάβαστοι | αδιάβαστες | αδιάβαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈðʝa.va.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐διά‐βα‐στος
Επίθετο
αδιάβαστος, -η, -ο
- που δεν έχει διαβάσει, δεν έχει μελετήσει κάτι
- ↪ Πάλι πήγε στο σχολείο ο Γιώργος αδιάβαστος.
- (κατ’ επέκταση) που δεν γνωρίζει κάτι
- που δεν το έχουν διαβάσει, δεν το έχουν μελετήσει
- που δεν μπορείς να τον διαβάσεις, εξαιρετικά δυσανάγνωστος
- ※ Στο γράψιμο του Μακρυγιάννη, που είναι αδιάβαστο για τον απροειδοποίητο αναγνώστη, συλλαβίζεις, πολύ περισσότερο από τις λέξεις, την επίμονη βούληση του συγγραφέα να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του. (Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές (1944, 1992) [δοκίμια])
- ΣτΕ: Ο Σεφέρης αναφέρεται στη περίεργη γραφή του Μακρυγιάννη, δυσανάγνωστη, φωνητική (χωρίς ορθογραφία) που αποτυπώνει και τις ιδιωματικές προφορές.
- ※ Στο γράψιμο του Μακρυγιάννη, που είναι αδιάβαστο για τον απροειδοποίητο αναγνώστη, συλλαβίζεις, πολύ περισσότερο από τις λέξεις, την επίμονη βούληση του συγγραφέα να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του. (Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές (1944, 1992) [δοκίμια])
- (θρησκεία) που δεν τον «έχουν διαβάσει», που δεν εκφωνήθηκαν (διάβαστηκαν) για αυτόν οι αρμόζουσες ευχές από ιερέα (για ασθενείς ή νεκρούς, αλλά και σε πρόσωπα που αντιμετωπίζουν διάφορα, ψυχολογικά κυρίως, προβλήματα)
- ↪ Πήγε αδιάβαστος εκεί στην ξενιτιά, ούτ' ένα λουλούδι στον τάφο του, ούτ' ένα καντήλι.
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Εκφράσεις
Πηγές
- αδιάβαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αδιάβαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αδιάβαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.