exact

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός exact
συγκριτικός exacter / more exact
υπερθετικός exactest / most exact

exact (en)

  1. ακριβής
  2. θετικός, που στηρίζεται στην αντικειμενική γνώση
    exact sciences - θετικές επιστήμες

Παράγωγα

Ρήμα

ενεστώτας exact
γ΄ ενικό ενεστώτα exacts
αόριστος exacted
παθητική μετοχή exacted
ενεργητική μετοχή exacting

exact (en)

  1. απαιτώ
  2. παίρνω με τη βία, αποσπώ

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό exact exacts
θηλυκό exacte exactes

exact (fr)

  1. ακριβής



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

exact (ro)

  1. ακριβής

Επίρρημα

exact (ro)

  1. ακριβώς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.