αδράχτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδράχτι τα αδράχτια
      γενική του αδραχτιού των αδραχτιών
    αιτιατική το αδράχτι τα αδράχτια
     κλητική αδράχτι αδράχτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γυναίκα στο Περού με αδράχτι

Ετυμολογία

αδράχτι < μεσαιωνική ελληνική αδράχτι < ελληνιστική κοινή ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος < αρχαία ελληνική ἄτρακτος

Ουσιαστικό

αδράχτι ουδέτερο

  1. ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό εργαλείο με το οποίο γνέθουν το μαλλί
     συνώνυμα: άτρακτος (λόγιο)
  2. ποσότητα του νήματος επάνω στο αδράχτι
  3. μεταλλικός ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων
     συνώνυμα: άτρακτος
  4. (ναυτικός όρος) ο κυρίως κορμός μιας άγκυρας
     συνώνυμα: μάνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.