αδράχτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αδράχτι | τα | αδράχτια |
| γενική | του | αδραχτιού | των | αδραχτιών |
| αιτιατική | το | αδράχτι | τα | αδράχτια |
| κλητική | αδράχτι | αδράχτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γυναίκα στο Περού με αδράχτι
Ετυμολογία
- αδράχτι < μεσαιωνική ελληνική αδράχτι < ελληνιστική κοινή ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος < αρχαία ελληνική ἄτρακτος
Ουσιαστικό
αδράχτι ουδέτερο
- τυλιγάδι
- βιβλιογραφικά δελτία ιδιωματικών τύπων του «αδράχτι» - Μνημεία νεοελληνικού λόγου @xanthi.islp.gr με δείγματα από το αρχείο των 3.700.000 περίπου δελτίων του του λεξικού ιδιωμάτων της Ακαδημίας ⌘ΙΛΝΕ
Μεταφράσεις
αδράχτι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.