αδράχνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αδράχνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- < ελληνιστική κοινή δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] < αρχαία ελληνική δράττομαι < πρωτοελληνική *dr̥kʰ
Ρήμα
αδράχνω, στ.μέλλ.: θα αδράξω, αόρ.: άδραξα/έδραξα, μτχ.π.π.: αδραγμένος, χωρίς παθητική φωνή
- (λαϊκότροπο) αρπάζω, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι
- αδράχνω την ευκαιρία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αδράχνω | άδραχνα | θα αδράχνω | να αδράχνω | αδράχνοντας | |
| β' ενικ. | αδράχνεις | άδραχνες | θα αδράχνεις | να αδράχνεις | άδραχνε | |
| γ' ενικ. | αδράχνει | άδραχνε | θα αδράχνει | να αδράχνει | ||
| α' πληθ. | αδράχνουμε | αδράχναμε | θα αδράχνουμε | να αδράχνουμε | ||
| β' πληθ. | αδράχνετε | αδράχνατε | θα αδράχνετε | να αδράχνετε | αδράχνετε | |
| γ' πληθ. | αδράχνουν(ε) | άδραχναν αδράχναν(ε) |
θα αδράχνουν(ε) | να αδράχνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | άδραξα | θα αδράξω | να αδράξω | αδράξει | ||
| β' ενικ. | άδραξες | θα αδράξεις | να αδράξεις | άδραξε | ||
| γ' ενικ. | άδραξε | θα αδράξει | να αδράξει | |||
| α' πληθ. | αδράξαμε | θα αδράξουμε | να αδράξουμε | |||
| β' πληθ. | αδράξατε | θα αδράξετε | να αδράξετε | αδράξτε | ||
| γ' πληθ. | άδραξαν αδράξαν(ε) |
θα αδράξουν(ε) | να αδράξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αδράξει | είχα αδράξει | θα έχω αδράξει | να έχω αδράξει | ||
| β' ενικ. | έχεις αδράξει | είχες αδράξει | θα έχεις αδράξει | να έχεις αδράξει | ||
| γ' ενικ. | έχει αδράξει | είχε αδράξει | θα έχει αδράξει | να έχει αδράξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αδράξει | είχαμε αδράξει | θα έχουμε αδράξει | να έχουμε αδράξει | ||
| β' πληθ. | έχετε αδράξει | είχατε αδράξει | θα έχετε αδράξει | να έχετε αδράξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αδράξει | είχαν αδράξει | θα έχουν αδράξει | να έχουν αδράξει |
| |
Αναφορές
- αδράχνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.