fuso

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

fuso < λατινική fūsus

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
fuso fusi

fuso (it)

  1. αδράχτι
  2. (γεωγραφία) τμήμα της επιφάνειας της γης όπου έχει την ίδια ζώνη ώρας.
  3. εραλδικό σύμβολο

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

fuso (es)

  • εραλδικό σύμβολο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.