άγκυρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άγκυρα οι άγκυρες
      γενική της άγκυρας των αγκυρών
    αιτιατική την άγκυρα τις άγκυρες
     κλητική άγκυρα άγκυρες
Δείτε και την κλίση του Άγκυρα.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άγκυρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγκυρα[1]
άγκυρα (για την πληροφορική) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anchor

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγκυρα

Ουσιαστικό

μία άγκυρα πλοίου

άγκυρα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) εξάρτημα πλοίου κατασκευασμένο από μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση της θέσης του όταν δεν κινείται
  2. (πληροφορική) είναι γενική έννοια στον προγραμματισμό που αναφέρεται σε θέση
    1. (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) anchor: το σημείο της σελίδας όπου οδηγεί ένας υπερσύνδεσμος σε ένα σύστημα υπερκειμένου (συνήθως τίτλος παραγράφου της σελίδας), που όταν δεν έχει οριστεί υπονοεί την αρχή της σελίδας
    2. (κανονικές εκφράσεις) είναι ένας από τους μεταχαρακτήρες ^ και $, που προσδιορίζουν την αρχή και το τέλος αντίστοιχα, μιας συμβολοσειράς

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.