αγγελικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγελικός η αγγελική το αγγελικό
      γενική του αγγελικού της αγγελικής του αγγελικού
    αιτιατική τον αγγελικό την αγγελική το αγγελικό
     κλητική αγγελικέ αγγελική αγγελικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγελικοί οι αγγελικές τα αγγελικά
      γενική των αγγελικών των αγγελικών των αγγελικών
    αιτιατική τους αγγελικούς τις αγγελικές τα αγγελικά
     κλητική αγγελικοί αγγελικές αγγελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγγελικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγγελικός (αρχική σημασία: από αγγελιαφόρο) < ἄγγελ(ος) + -ικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελικός

Επίθετο

αγγελικός, -η, -ο

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στον άγγελο, τον αγγελιαφόρο ή το ουράνιο πλάσμα
    αγγελική ρήση, αγγελικά τάγματα
  2. πολύ όμορφος και αγνός
    αγγελικό πρόσωπο, αγγελικό χαμόγελο
  3. το μοναχικό σχήμα
    «ντύθηκε το αγγελικό σχήμα»

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη άγγελος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.