εισαγγελικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εισαγγελικός | η | εισαγγελική | το | εισαγγελικό |
| γενική | του | εισαγγελικού | της | εισαγγελικής | του | εισαγγελικού |
| αιτιατική | τον | εισαγγελικό | την | εισαγγελική | το | εισαγγελικό |
| κλητική | εισαγγελικέ | εισαγγελική | εισαγγελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εισαγγελικοί | οι | εισαγγελικές | τα | εισαγγελικά |
| γενική | των | εισαγγελικών | των | εισαγγελικών | των | εισαγγελικών |
| αιτιατική | τους | εισαγγελικούς | τις | εισαγγελικές | τα | εισαγγελικά |
| κλητική | εισαγγελικοί | εισαγγελικές | εισαγγελικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εισαγγελικός < εισαγγελέας
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.sa(ŋ).ɟe.liˈkos/
Μεταφράσεις
εισαγγελικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.