αρχαγγελικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχαγγελικός | η | αρχαγγελική | το | αρχαγγελικό |
| γενική | του | αρχαγγελικού | της | αρχαγγελικής | του | αρχαγγελικού |
| αιτιατική | τον | αρχαγγελικό | την | αρχαγγελική | το | αρχαγγελικό |
| κλητική | αρχαγγελικέ | αρχαγγελική | αρχαγγελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχαγγελικοί | οι | αρχαγγελικές | τα | αρχαγγελικά |
| γενική | των | αρχαγγελικών | των | αρχαγγελικών | των | αρχαγγελικών |
| αιτιατική | τους | αρχαγγελικούς | τις | αρχαγγελικές | τα | αρχαγγελικά |
| κλητική | αρχαγγελικοί | αρχαγγελικές | αρχαγγελικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχαγγελικός < αρχάγγελος
Ουσιαστικό
αρχαγγελικός ουδέτερο
- που αναφέρεται στον αρχάγγελο, αρχαγγέλινος
- που μοιάζει με αρχάγγελο
Μεταφράσεις
αρχαγγελικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.