αγγελική

Νέα ελληνικά (el)

αγγελική (Pittosporum tobira)
αγγελική (Angelica archangelica)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγελική οι αγγελικές
      γενική της αγγελικής των αγγελικών
    αιτιατική την αγγελική τις αγγελικές
     κλητική αγγελική αγγελικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγελική < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) λατινική angelica < angelus < αρχαία ελληνική ἄγγελος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.liˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελική
ομόηχο: αγγελικοί

Ουσιαστικό

αγγελική θηλυκό

  1. (βοτανική, λουλούδι) το κοινό όνομα του φυτού Πιττόσπορον το τομπίρα (Pittosporum tobira)
    άλλες μορφές: αγγελικούλα
  2. (βοτανική, λουλούδι) το κοινό όνομα του φυτού Angelica archangelica

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγγελική

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.