ευαγγελικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευαγγελικός | η | ευαγγελική | το | ευαγγελικό |
| γενική | του | ευαγγελικού | της | ευαγγελικής | του | ευαγγελικού |
| αιτιατική | τον | ευαγγελικό | την | ευαγγελική | το | ευαγγελικό |
| κλητική | ευαγγελικέ | ευαγγελική | ευαγγελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευαγγελικοί | οι | ευαγγελικές | τα | ευαγγελικά |
| γενική | των | ευαγγελικών | των | ευαγγελικών | των | ευαγγελικών |
| αιτιατική | τους | ευαγγελικούς | τις | ευαγγελικές | τα | ευαγγελικά |
| κλητική | ευαγγελικοί | ευαγγελικές | ευαγγελικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευαγγελικός < ευαγγέλιο
Επίθετο
ευαγγελικός, -ή, -ό
- αυτός που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, αυτός που δέχεται a priori ως θεόπνευστο κείμενο μόνο την Αγία Γραφή - απόχρωση του χριστιανικού δόγματος των Διαμαρτυρόμενων
- Η κατά χάριν σωτηρία και η βεβαιότητα της σωτηρίας είναι 2 από τα βασικά δόγματα που χαρακτηρίζουν τους ευαγγελικούς.
- ο ασκητικός στον τρόπο ζωής
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ευαγγελικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.