αβανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβανιά | οι | αβανιές |
| γενική | της | αβανιάς | των | αβανιών |
| αιτιατική | την | αβανιά | τις | αβανιές |
| κλητική | αβανιά | αβανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβανιά < μεσαιωνική ελληνική ἀβάν(ης) + -ιά [1][2] , είτε κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ἀβανία / ἀβανιά / 'βανία[3] < οθωμανική τουρκική ? (τουρκική avan) < αραβική خوان (ḵawwān, άπιστος, αναξιόπιστος, ύπουλος, προδότης)) < ρίζα خ و ن (ḵ-w-n)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vaˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐νιά
Ουσιαστικό
αβανιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) η συκοφαντία, η ρετσινιά, η δυσφήμηση, η κατηγορία, η διαβολή, η κακολογία
- ※ Η μάνα μου η Αλισαβώ | και η νενέ μου η Τζεβώ | είχαν συχνά μπελάδες | γιατί μας βγάζαν αβανιές | πως στου σπιτιού μας τις γωνιές | κρύβαμε κατσιρμάδες
- Λαϊκό τραγούδι, όπως παρατίθεται στο Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αβανιά'.
- ※ Μαζώξου στὸ σπίτι σου, γριά, μὴ σοῦ κολλήσουν καμμιὰ ἀβανιά, τώρα στὰ γεροντάματα… καὶ ποῦν πὼς ἐβγῆκες τάχα σὲ κακὴ στράτα. #:: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Για την περηφάνια.
- ※ Η μάνα μου η Αλισαβώ | και η νενέ μου η Τζεβώ | είχαν συχνά μπελάδες | γιατί μας βγάζαν αβανιές | πως στου σπιτιού μας τις γωνιές | κρύβαμε κατσιρμάδες
- (λαϊκότροπο) η υλική ζημιά, η συμφορά, η βλάβη
- ↪ έπαθα μεγάλη αβανιά
- (λαϊκότροπο) η δυσκολία, η στεναχώρια
- ↪ περνάω μεγάλη αβανιά
Συνώνυμα
|
σημασία: συκοφαντία |
σημασία: ζημιά |
σημασία: δυσκολία |
Μεταφράσεις
αβανικά
|
Αναφορές
- αβανιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- αβανιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.