αβανιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vaˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐νιά‐ζω
Ρήμα
αβανιάζω, αόρ.: αβάνιασα, παθ.φωνή: αβανιάζομαι, μτχ.π.π.: αβανιασμένος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αβανιά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αβανιάζω | αβάνιαζα | θα αβανιάζω | να αβανιάζω | αβανιάζοντας | |
| β' ενικ. | αβανιάζεις | αβάνιαζες | θα αβανιάζεις | να αβανιάζεις | αβάνιαζε | |
| γ' ενικ. | αβανιάζει | αβάνιαζε | θα αβανιάζει | να αβανιάζει | ||
| α' πληθ. | αβανιάζουμε | αβανιάζαμε | θα αβανιάζουμε | να αβανιάζουμε | ||
| β' πληθ. | αβανιάζετε | αβανιάζατε | θα αβανιάζετε | να αβανιάζετε | αβανιάζετε | |
| γ' πληθ. | αβανιάζουν(ε) | αβάνιαζαν αβανιάζαν(ε) |
θα αβανιάζουν(ε) | να αβανιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αβάνιασα | θα αβανιάσω | να αβανιάσω | αβανιάσει | ||
| β' ενικ. | αβάνιασες | θα αβανιάσεις | να αβανιάσεις | αβάνιασε | ||
| γ' ενικ. | αβάνιασε | θα αβανιάσει | να αβανιάσει | |||
| α' πληθ. | αβανιάσαμε | θα αβανιάσουμε | να αβανιάσουμε | |||
| β' πληθ. | αβανιάσατε | θα αβανιάσετε | να αβανιάσετε | αβανιάστε | ||
| γ' πληθ. | αβάνιασαν αβανιάσαν(ε) |
θα αβανιάσουν(ε) | να αβανιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αβανιάσει | είχα αβανιάσει | θα έχω αβανιάσει | να έχω αβανιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αβανιάσει | είχες αβανιάσει | θα έχεις αβανιάσει | να έχεις αβανιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αβανιάσει | είχε αβανιάσει | θα έχει αβανιάσει | να έχει αβανιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αβανιάσει | είχαμε αβανιάσει | θα έχουμε αβανιάσει | να έχουμε αβανιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αβανιάσει | είχατε αβανιάσει | θα έχετε αβανιάσει | να έχετε αβανιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αβανιάσει | είχαν αβανιάσει | θα έχουν αβανιάσει | να έχουν αβανιάσει |
| |
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- αβανιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.