αβανιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβανιάζω < αβάνης, αβαν(ιά) + -ιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vaˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβανιάζω

Ρήμα

αβανιάζω, αόρ.: αβάνιασα, παθ.φωνή: αβανιάζομαι, μτχ.π.π.: αβανιασμένος

  • αβανεύω [1]
  • αβανίζω [2]

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.