κακογλωσσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακογλωσσιά | οι | κακογλωσσιές |
| γενική | της | κακογλωσσιάς | των | κακογλωσσιών |
| αιτιατική | την | κακογλωσσιά | τις | κακογλωσσιές |
| κλητική | κακογλωσσιά | κακογλωσσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακογλωσσιά < κακο- + -γλωσσιά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.