έκτρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκτρωση | οι | εκτρώσεις |
| γενική | της | έκτρωσης* | των | εκτρώσεων |
| αιτιατική | την | έκτρωση | τις | εκτρώσεις |
| κλητική | έκτρωση | εκτρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκτρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκτρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκτρω(σις) + -ση < → δείτε τη λέξη τιτρώσκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈek.tɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐τρω‐ση
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Πηγές
- έκτρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έκτρωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.