εκούσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκούσιος | η | εκούσια | το | εκούσιο |
| γενική | του | εκούσιου | της | εκούσιας | του | εκούσιου |
| αιτιατική | τον | εκούσιο | την | εκούσια | το | εκούσιο |
| κλητική | εκούσιε | εκούσια | εκούσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκούσιοι | οι | εκούσιες | τα | εκούσια |
| γενική | των | εκούσιων | των | εκούσιων | των | εκούσιων |
| αιτιατική | τους | εκούσιους | τις | εκούσιες | τα | εκούσια |
| κλητική | εκούσιοι | εκούσιες | εκούσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκούσιος < αρχαία ελληνική ἑκούσιος
Επίθετο
εκούσιος, -α, -ο
- που γίνεται με τη θέλησή μας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκούσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.