εκτρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτρωματικός | η | εκτρωματική | το | εκτρωματικό |
| γενική | του | εκτρωματικού | της | εκτρωματικής | του | εκτρωματικού |
| αιτιατική | τον | εκτρωματικό | την | εκτρωματική | το | εκτρωματικό |
| κλητική | εκτρωματικέ | εκτρωματική | εκτρωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτρωματικοί | οι | εκτρωματικές | τα | εκτρωματικά |
| γενική | των | εκτρωματικών | των | εκτρωματικών | των | εκτρωματικών |
| αιτιατική | τους | εκτρωματικούς | τις | εκτρωματικές | τα | εκτρωματικά |
| κλητική | εκτρωματικοί | εκτρωματικές | εκτρωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκτρωματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.