εκτρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτρωτικός η εκτρωτική το εκτρωτικό
      γενική του εκτρωτικού της εκτρωτικής του εκτρωτικού
    αιτιατική τον εκτρωτικό την εκτρωτική το εκτρωτικό
     κλητική εκτρωτικέ εκτρωτική εκτρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτρωτικοί οι εκτρωτικές τα εκτρωτικά
      γενική των εκτρωτικών των εκτρωτικών των εκτρωτικών
    αιτιατική τους εκτρωτικούς τις εκτρωτικές τα εκτρωτικά
     κλητική εκτρωτικοί εκτρωτικές εκτρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκτρωτικός < ελληνιστική κοινή ἐκτρωτικός

Επίθετο

εκτρωτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.