abort
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
abort (en)
- (παρωχημένο) αποβολή γέννας
- (αεροπορικός όρος, στρατιωτικός όρος) εγκατάλειψη αποστολής
- (πληροφορική) ματαίωση διαδικασίας
Ετυμολογία 2
- abort < λατινική abortare
Ρήμα
abort (en)
Συγγενικά
-
abort στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, 31, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12
- Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Κεφάλαιο 13 Δοσοληψίες», σελ. 227. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.