ωριαία άτρακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωριαία άτρακτος | οι | ωριαίες άτρακτοι |
| γενική | της | ωριαίας ατράκτου | των | ωριαίων ατράκτων |
| αιτιατική | την | ωριαία άτρακτο | τις | ωριαίες ατράκτους |
| κλητική | ωριαία άτρακτε | ωριαίες άτρακτοι | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾiˈe.a ˈa.tɾa.ktos/
Μεταφράσεις
ωριαία άτρακτος
|
→ δείτε τη λέξη ζώνη ώρας |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.