συστοιχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συστοιχία | οι | συστοιχίες |
| γενική | της | συστοιχίας | των | συστοιχιών |
| αιτιατική | τη | συστοιχία | τις | συστοιχίες |
| κλητική | συστοιχία | συστοιχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συστοιχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συστοιχία
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈsti.çi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐στοι‐χί‐α
Ουσιαστικό
συστοιχία θηλυκό
- σύνολο ομοειδών αντικειμένων ή γεγονότων τοποθετημένα σε ορισμένη τάξη στο χώρο ή το χρόνο
- ↪ συστοιχία πλανητών
- ↪ Το άλσος Συγγρού διακρίνεται για τις ιδιαίτερα πυκνές συστοιχίες δένδρων του.
- ↪ Αυτός ο στίχος συγκροτεί μία συστοιχία μοναδικών εικόνων, συναισθημάτων και σκέψεων.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συστοιχίᾱ | αἱ | συστοιχίαι |
| γενική | τῆς | συστοιχίᾱς | τῶν | συστοιχιῶν |
| δοτική | τῇ | συστοιχίᾳ | ταῖς | συστοιχίαις |
| αιτιατική | τὴν | συστοιχίᾱν | τὰς | συστοιχίᾱς |
| κλητική ὦ! | συστοιχίᾱ | συστοιχίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συστοιχίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συστοιχίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συστοιχία < σύστοιχ(ος) + -ία < σύν + στοῖχος < στείχω
Ουσιαστικό
συστοιχία θηλυκό
Πηγές
- συστοιχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συστοιχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.