συστοιχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συστοιχία οι συστοιχίες
      γενική της συστοιχίας των συστοιχιών
    αιτιατική τη συστοιχία τις συστοιχίες
     κλητική συστοιχία συστοιχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συστοιχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συστοιχία

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈsti.çi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συστοιχία

Ουσιαστικό

συστοιχία θηλυκό

  1. σύνολο ομοειδών αντικειμένων ή γεγονότων τοποθετημένα σε ορισμένη τάξη στο χώρο ή το χρόνο
    συστοιχία πλανητών
    Το άλσος Συγγρού διακρίνεται για τις ιδιαίτερα πυκνές συστοιχίες δένδρων του.
    Αυτός ο στίχος συγκροτεί μία συστοιχία μοναδικών εικόνων, συναισθημάτων και σκέψεων.

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στοίχος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συστοιχί αἱ συστοιχίαι
      γενική τῆς συστοιχίᾱς τῶν συστοιχιῶν
      δοτική τῇ συστοιχί ταῖς συστοιχίαις
    αιτιατική τὴν συστοιχίᾱν τὰς συστοιχίᾱς
     κλητική ! συστοιχί συστοιχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συστοιχί
γεν-δοτ τοῖν  συστοιχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συστοιχία < σύστοιχ(ος) + -ία < σύν + στοῖχος < στείχω

Ουσιαστικό

συστοιχία θηλυκό

  • σειρά πραγμάτων, εννοιών που ανήκουν στην ίδια τάξη, στην ίδια κατηγορία

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στοῖχος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.