άπαστρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπαστρος η άπαστρη το άπαστρο
      γενική του άπαστρου της άπαστρης του άπαστρου
    αιτιατική τον άπαστρο την άπαστρη το άπαστρο
     κλητική άπαστρε άπαστρη άπαστρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπαστροι οι άπαστρες τα άπαστρα
      γενική των άπαστρων των άπαστρων των άπαστρων
    αιτιατική τους άπαστρους τις άπαστρες τα άπαστρα
     κλητική άπαστροι άπαστρες άπαστρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άπαστρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄπαστρος < ἄσπαστρος [1] >  δείτε τη λέξη σπαστρεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.pa.stɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άπαστρος

Επίθετο

άπαστρος, -η, -ο (δημοτική)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. άπαστρος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.