ακαθάριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαθάριστος η ακαθάριστη το ακαθάριστο
      γενική του ακαθάριστου της ακαθάριστης του ακαθάριστου
    αιτιατική τον ακαθάριστο την ακαθάριστη το ακαθάριστο
     κλητική ακαθάριστε ακαθάριστη ακαθάριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαθάριστοι οι ακαθάριστες τα ακαθάριστα
      γενική των ακαθάριστων των ακαθάριστων των ακαθάριστων
    αιτιατική τους ακαθάριστους τις ακαθάριστες τα ακαθάριστα
     κλητική ακαθάριστοι ακαθάριστες ακαθάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαθάριστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ακαθάριστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καθαριστεί
  2. (οικονομία) (για μισθό, προϊόν, κ.α.) που περιέχει διάφορα ποσά τα οποία πρέπει πρώτα να αφαιρεθούν προτού καταβληθεί
     συνώνυμα: μικτός

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.