ακαθάριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακαθάριστος | η | ακαθάριστη | το | ακαθάριστο |
| γενική | του | ακαθάριστου | της | ακαθάριστης | του | ακαθάριστου |
| αιτιατική | τον | ακαθάριστο | την | ακαθάριστη | το | ακαθάριστο |
| κλητική | ακαθάριστε | ακαθάριστη | ακαθάριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακαθάριστοι | οι | ακαθάριστες | τα | ακαθάριστα |
| γενική | των | ακαθάριστων | των | ακαθάριστων | των | ακαθάριστων |
| αιτιατική | τους | ακαθάριστους | τις | ακαθάριστες | τα | ακαθάριστα |
| κλητική | ακαθάριστοι | ακαθάριστες | ακαθάριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακαθάριστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ακαθάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει καθαριστεί
- (οικονομία) (για μισθό, προϊόν, κ.α.) που περιέχει διάφορα ποσά τα οποία πρέπει πρώτα να αφαιρεθούν προτού καταβληθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.